πρωτοκαθεδρία
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ἡ,
A the first seat in a public place, Ev.Matt.23.6 (pl.).
German (Pape)
[Seite 805] ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοκαθεδρία: ἡ, ἡ πρώτη ἕδρα ἐν δημοσίῳ τόπῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ' 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
première place dans une assemblée, préséance.
Étymologie: πρῶτος, καθέδρα.
English (Strong)
from πρῶτος and καθέδρα; a sitting first (in the front row), i.e. preeminence in council: chief (highest, uppermost) seat.
English (Thayer)
πρωτοκαθεδρίας, ἡ (πρῶτος and καθέδρα which see), a sitting in the first seat, the first or chief seat: Luke 20:46. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (καν. δίκ.) η τιμητική πρόταξη τών διαφόρων τάξεων του κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με κριτήριο την αρχαιότητα της χειροτονίας ή τών πρεσβειών τιμής του θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με κριτήριο το οφφίκιο ή την αρχαιότητα της χειροτονίας
2. μτφ. πρωτεύουσα θέση ή κατοχή πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει πάντα να έχει την πρωτοκαθεδρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καθέδρα + κατάλ. -ία, κατά τα -εδρία (πρβλ. προ-εδρία)].