πυραμίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A pyramid, Hdt.2.8, 124, D.S.1.63, Str.17.1.33, OGI666.13 (Egypt, i A.D.), etc.; as a sepulchral monument, PLips. 30.14 (iii A.D.). 2 pyramid, as a geometrical figure, Pl.Ti. 56b, Arist.Cael.304a12, etc. b pyramidal number, Speus. ap. Theol.Ar.62. 3 name of a farm-building, IG22.2776.16; of a fountain, Arch.Anz.26.233 (Panticapaeum). II a sort of cake, Ephipp.13.5 (anap.); different from πυραμοῦς, acc. to Iatrocl. ap. Ath. 14.647c codd. (but dub., cf. πυραμοῦντα· τὴν πυραμίδα, Hsch.); ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, ὥσπερ σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος, EM697.27. (Expld. by Gramm., etc., fr. πῦρ because pointed, Amm.Marc.22.15.29, cf. Pl.l.c.; from πυρός, St.Byz.: it is suggested that the pyramids were named from resembling a πυραμίς 11 in shape; but the shape of a π. 11 is unknown: the derivation from Egypt. pr-m-wś 'the height of a pyramid' is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 820] ίδος, ἡ (ein ägyptisches Wort, das die Griechen bald auf πῦρ, bald auf πυρός zurückführen), die Pyramide, Her. u. Folgde. – Auch eine Kuchenart, wahrscheinlich von der Gestalt benannt, Ephippus bei Ath. XIV, 642 e. Vgl. πυραμοῦς, von dem es Iatrocles bei Ath. XIV, 647 c unterscheidet, γίγνεσθαι γὰρ ἐκ πυρῶν πεφωσμένων καὶ μέλιτι δεδευμένων.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾰμίς: -ίδος, ἡ, τὸ γνωστὸν Αἰγυπτιακὸν οἰκοδόμημα, Ἡρόδ. 2. 8, 124 κἑξ., Διόδ. 1. 63, Στράβ. 808, κτλ. 2) ὡς γεωμετρικὸν σχῆμα, Πλάτ. Τίμ. 56Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2· διάφορος τοῦ πυραμοῦς, κατὰ τὸν Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C· «ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, ὥσπερ σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος, τινὲς δὲ ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος αὐτῇ σχήματος, πλατέος κάτωθεν ὄντος καὶ εἰς ὀξὺ λήγοντος» κτλ. Ἐτυμολ. Μέγ. (Ὁ Kenrick δοξάζει ὅτι ὁ πλακοῦς οὗτος ἀπέληγεν εἰς ὀξὺ ἔχων σχῆμα πυραμίδος καὶ ὅτι ἐκ τούτου ἔλαβε τὸ ὄνομα μετὰ ταῦτα ἡ πυραμὶς ὡς τὰ σχήματα σφαῖρα, κύβος, κύλινδρος, κῶνος ἅπαντα ὠνομάσθησαν οὕτως ἐκ τῶν ὀνομάτων πραγμάτων ἐχόντων ἀνάλογον σχῆμα. Τινὲς ἐτυμολογοῦσι τὸ πυραμὶς ἐκ τοῦ πῦρ, ὡς ἐκ τοῦ εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντος σχήματος αὐτῆς, ὡς τὸ τῆς φλογός, Ammian. Marcell. 22. 15, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἕτεροι ἐκ τοῦ πυρός, ὡς εἰ αἱ πυραμίδες ἦσαν ἀποθῆκαι σιτηρῶν, Στέφ. Β.· ― ἀλλὰ πιθανῶς τὸ ὄνομα ὡς καὶ τὸ πρᾶγμα εἶναι Αἰγυπτιακά).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 = πυραμοῦς;
2 pyramide figure de géométrie;
3 pyramide égyptienne.
Étymologie: DELG πυρός, les sens 2 et 3 d’après la forme du gâteau.