σεντίνα

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος του σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση του σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το μηχανοστάσιο, αλλ. υδροσυλλέκτης και άντλος
β) συνεκδ. τα ίδια τα ακάθαρτα νερά που συγκεντρώνονται στο μέρος αυτό του πλοίου
2. μτφ. α) άνθρωπος της κατώτερης υποστάθμης
β) όχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sentina].