σκέμμα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέμμα Medium diacritics: σκέμμα Low diacritics: σκέμμα Capitals: ΣΚΕΜΜΑ
Transliteration A: skémma Transliteration B: skemma Transliteration C: skemma Beta Code: ske/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (σκέπτομαι)

   A subject for speculation or reflection, problem, Hp.Acut.9, Pl.R.435c, 445a, Phld.Rh.1.202 S.    II speculation, Pl.Cri.48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.Pol.1285b37.    III scheme, plot, J.BJ1.24.6.

German (Pape)

[Seite 892] τό, Betrachtung, Ueberlegung, Plat. Crit. 48 c; Untersuchung, Rep. IV, 445 a; εἰς φαῦλόν γε σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς εἴτε –, 435 c; S. Emp. pyrrh. 3, 56.

Greek (Liddell-Scott)

σκέμμα: τό, (σκέπτομαι) ὑπόθεσις πρὸς σκέψιν, πρᾶγμα ἄξιον σκέψεως, ζήτημα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. σκέψις, θεωρία, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «διάνοια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμασυμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῡτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμ-μα)].