στύψη

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα
2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο
νεοελλ.
χημ. η στυπτηρία
αρχ.
1. (σχετικά με δέρμα) συστολή, συρρίκνωση
2. (για τροφή) πρόκληση δυσκοιλιότητας
3. (στην αρωματοποιία) συμπύκνωση του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το άρωμα του μίγματος
4. μτφ. ασκητισμός.

Greek Monolingual

η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα
2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο
νεοελλ.
χημ. η στυπτηρία
αρχ.
1. (σχετικά με δέρμα) συστολή, συρρίκνωση
2. (για τροφή) πρόκληση δυσκοιλιότητας
3. (στην αρωματοποιία) συμπύκνωση του ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το άρωμα του μίγματος
4. μτφ. ασκητισμός.