σύθαμπο

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σούρουπο
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα
κατά το σούρουπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].

Greek Monolingual

το, Ν
1. σούρουπο
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα
κατά το σούρουπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].