συμμάχομαι

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχομαι Medium diacritics: συμμάχομαι Low diacritics: συμμάχομαι Capitals: ΣΥΜΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: symmáchomai Transliteration B: symmachomai Transliteration C: symmachomai Beta Code: summa/xomai

English (LSJ)

fut.

   A -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist. Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.

German (Pape)

[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.

French (Bailly abrégé)

assister, être l’auxiliaire de, τινι.
Étymologie: σύν, μάχομαι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α μάχομαι
(αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ
αρχ.
1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῑς», Ξεν.)
2. είμαι με το μέρος κάποιου.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α μάχομαι
(αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ
αρχ.
1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῑς», Ξεν.)
2. είμαι με το μέρος κάποιου.