χείρωσις
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A subduing, Pl.Ep.332b, J.AJ18.9.3, D.C.53.7.
German (Pape)
[Seite 1348] εως, ἡ, das Ueberwältigen, Bezwingen, Plat. Ep. VII, 332 a u. Sp. wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
χείρωσις: -εως, ἡ, τὸ χειροῦσθαι, ὑποτάσσειν, τῆς τοῦ Μήδου τε καὶ εὐνούχου χειρώσεως Πλάτ. Ἐπιστ. 7, 332Α.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α [χειρῶ (II)]
υποταγή, καθυπόταξη.