χάλαση
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
η / χάλασις, -άσεως, ΝΑ χαλῶ
χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο
νεοελλ.
1. ελάττωση του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση του δέρματος» β. «χάλαση του μυός» γ. «χάλαση του πέους»)
αρχ.
1. (για παθολογικές εκκρίσεις) μείωση
2. (γενικά για νόσο) ύφεση
3. έλλειψη συνοχής τών μερών ενός όλου
4. καταβίβαση αντικειμένου με τη χρήση τροχαλίας
5. φρ. «χάλασις τῶν πόρων» — διάνοιξη τών πόρων του σώματος (Γαλ.).