φυσαλλίδα

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

η / φυσαλλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α
σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ' ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη έξαρση της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές κατά κανόνα υγρό, κν. φουσκάλα
2. (στον λόγ. τ. φυσαλίς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη
3. φρ. «μαγνητικές φυσαλλίδες»
(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών
αρχ.
1. μτφ. ανούσιος λόγος («τοιαῡται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», Γρηγ. Ναζ.)
2. πνευστό μουσικό όργανο
3. βοτ. ονομασία φυτού
4. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλλίς (πρβλ. θρυ-αλλίς, συκ-αλλίς, τρωξ-αλλίς)].