ὑμός

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμός Medium diacritics: ὑμός Low diacritics: υμός Capitals: ΥΜΟΣ
Transliteration A: hymós Transliteration B: hymos Transliteration C: ymos Beta Code: u(mo/s

English (LSJ)

[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for ὑμέτερος,

   A your, Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.Th.662, SIG685.127 (Crete, ii B. C.).    II also for σός, Pi.P.7.15, 8.66, Orac. ap. D.S.8.29. Cf. ἁμός (A).

German (Pape)

[Seite 1179] dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμός: [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμέτερος, Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dor. et épq. c. ὑμέτερος.

English (Slater)

ῡμός = ὑμέτερος σὺν ἑορται-ς ὑμαῖς (for Apollo and Artemis) (P. 8.66) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (i. e. of your family and forebears) (P. 7.17)

Greek Monolingual

-ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α
1. υμέτερος, δικός σας
2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- του ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].