φιτίλι

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι της καντήλας» γ. «φιτίλι της λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα»)
2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή φουρνέλου
3. σιρίτι
4. βύσμα σε τραύμα για την αποχέτευση του πύου
5. μτφ. ραδιουργία, υπονόμευση
6. φρ. «βάζω φιτίλια» — ραδιουργώ, ανάβω έριδες, πυροδοτώ φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. πτίλιον, πιθ. κατ' επίδραση του τουρκ. fitil < αραβ. fatīl].