ὑποπτήσσω

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτήσσω Medium diacritics: ὑποπτήσσω Low diacritics: υποπτήσσω Capitals: ΥΠΟΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: hypoptḗssō Transliteration B: hypoptēssō Transliteration C: ypoptisso Beta Code: u(popth/ssw

English (LSJ)

   A crouch or cower beneath, like hares, birds, etc., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ep. pf. part. from shorter stem πτη-, cf. κατα-, προσ-πτήσσω) Il.2.312; ὑποπτήξας τάφῳ E.Hel.1203; ὑπέπτηχε cowers, Luc.Musc.Enc.4.    II metaph., crouch before another, bow down to, τινι X.Cyr.1.5.1; also ὑ. τοὺς νέους θεούς A.Pr.960, cf. 29, X.Cyr.1.6.8; τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aeschin.2.105: abs., to be modest or shy, X.Cyr.1.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτήσσω: μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, προσπτήσσω), Ἰλ. Β. 31· οὕτως, ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., κύπτω ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε μετὰ σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑπέπτηχα;
se blottir de peur sous, τινι ; p. ext. se cacher de peur, trembler : τινι ou τινα devant qqn ; abs. être timide ou modeste.
Étymologie: ὑπό, πτήσσω.

English (Autenrieth)

only perf. part., ὑποπεπτηῶτες, having crouched down timidly under and hidden themselves amid the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.

Greek Monolingual

Α
1. ζαρώνω από φόβο
2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή
β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον
γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτήσσω «μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο»].