ακονίζω

From LSJ
Revision as of 11:08, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

και ακονώ -άω (Α ἀκονῶ)
1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω
«ακονίζω το μαχαίρι»
«ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)
«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20)
2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι
«ακονισμένο μυαλό»
«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (Ξεν. Οικ. 21, 3)
3. «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει κάτι με λαιμαργία, ή περιμένει κάτι ευχάριστο
4. «ακονίζει τη γλώσσα του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με ευφράδεια ή οξύτητα (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)
5. «ακονίζει την πένα του» — ετοιμάζεται να γράψει με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σε -ίζω τυπος του αρχαίου ἀκονῶ λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων ακόνησα, ακονήσω κ.λπ. προς τους αντίστοιχους τύπους σε -ίσα, -ίσω τών ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ζωγραφίζω < ζωγραφώ, κλονίζω < κλονώ κ.λπ.).
ΠΑΡ. μσν. ἀκονιστός, νεοελλ. ακόνισμα, ακονιστήρι, ακονιστής, ακονιστικός, ακόνιστος].