ἀκακία

From LSJ
Revision as of 17:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκακία Medium diacritics: ἀκακία Low diacritics: ακακία Capitals: ΑΚΑΚΙΑ
Transliteration A: akakía Transliteration B: akakia Transliteration C: akakia Beta Code: a)kaki/a

English (LSJ)

(A), ἡ,

   A shittah tree, Acacia arabica, Dsc.1.101, Aret. CD2.6.    II = Genista acanthoclada. Dsc. l.c.
ἀκᾰκία (B), ἡ, (ἄκακος)

   A guilelessness, D.59.81, Arist. Rh.1389b9, LXX Jb.2.3, etc.

German (Pape)

[Seite 67] ἡ, Akazie, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκακία: (Α) ἡ, (ἀκὴ) δένδρον Αἰγυπτιακόν, ἡ ἀκακία, Διοσκ. 1. 133.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
innocence, simplicité.
Étymologie: ἄκακος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
candidez, falta de malicia, inocencia, ἀπειρία καὶ ἀ. D.59.81, τῇ γὰρ αὐτῶν ἀκακίᾳ τοὺς πέλας μετροῦσιν Arist.Rh.1389b9, οἶδεν δὲ ὁ κύριος τὴν ἀ. μου LXX Ib.31.6, ἔτι δὲ ἔχεται ἀκακίας LXX Ib.2.3, de Adán y Eva, Ph.1.38, οἱ μὲν ἐν ἀκακίᾳ Euagr.Pont.Schol.Pr.26.1
de un analfabeto, Basil.M.29.241B
de las ovejas, Gr.Naz.M.36.640C.
-ας, ἡ
1 bot. acacia o árbol de la goma, Acacia nilotica (L.) Delile, Dsc.1.101, Aret.CD 2.6.2, Ael.Prom.48.26, SB 11708.3, 12086.7 (ambos II/III d.C.).
2 genista, Genista acanthoclada DC., Dsc.1.101.

• Etimología: Préstamo de origen desconocido.

Greek Monolingual

η άκακος
έλλειψη κακίας, ανεξικακία, αθωότητα.Βοτ.
δέντρο υψηλό με φύλλα σύνθετα και παράφυλλα μεταμορφωμένα σε ισχυρά αγκάθια. Τα άνθη της ακακίας είναι λευκά, μεγάλα και εύοσμα.

Greek Monotonic

ἀκᾰκία: ἡ, αγαθότητα, έλλειψη κακίας, αθωότητα, σε Δημ. κ.λπ.