ἀμαχητί

From LSJ
Revision as of 17:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰχητί Medium diacritics: ἀμαχητί Low diacritics: αμαχητί Capitals: ΑΜΑΧΗΤΙ
Transliteration A: amachētí Transliteration B: amachēti Transliteration C: amachiti Beta Code: a)maxhti/

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A without battle, without stroke of sword, Il.21.437, Hdt.1.174 (freq. written -τεί in codd., X.Cyr.4.2.28, etc.).

German (Pape)

[Seite 117] dasselbe, Hom. einmal, Il. 21, 437; Her 1, 174 u. öfter; Xen. An. 4, 2, 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰχητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., = ἄνευ μάχης, ἄνευ τῆς χρήσεως ὅπλου, Ἰλ. Φ. 437, Ἡρόδ. 1. 174: ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 28, Ἁν. 4. 2, 15‧ τὰ χειρόγραφα κυμαίνονται μεταξὺ τοῦ ἀμαχητὶ καὶ -τεί, πρβλ. Βλωφμ. Αἰσχύλ. Πρ. 216.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἀμαχεί.
Étymologie: ἀμάχητος.

English (Autenrieth)

without contest, Il. 21.437†.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰχητί)
adv. sin lucha, sin resistencia ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε Il.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.Cyr.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.BI 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.AI 8.260.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) ἀμάχητος
δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας
νεοελλ.
δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση.

Greek Monotonic

ἀμᾰχητί: επίρρ. του επόμ., χωρίς μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.