βολβός

From LSJ
Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βολβός Medium diacritics: βολβός Low diacritics: βολβός Capitals: ΒΟΛΒΟΣ
Transliteration A: bolbós Transliteration B: bolbos Transliteration C: volvos Beta Code: bolbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec.1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr.926a6, Thphr.HP7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq.in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, β. ἐμετικός, = Narcissus Tazetta, Dsc.4.156; β. ἄγριος, = κολχικόν, ib.4.83; β. ἐριοφόρος, = Scilla hyacinthoides, Thphr.HP7.13.8 (an Indian kind, perh. Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); β., = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perh. = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85.

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, Zwiebel, Bolle, die gegessen wurde, Ar. Nub. 189 (Schol. erkl. ὕδνα) Eccl. 1092 u. Sp., wild wachsend, auch angebaut.

Greek (Liddell-Scott)

βολβός: ὁ, Λατ. Bulbus, εἶδος κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ λίαν ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» τανῦν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bulbe, oignon.
Étymologie: DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. βῶλος, lat. bulla.

Greek Monolingual

και βορβός, ο (AM βολβός)
1. υπόγειος βλαστός που έχει τροποποιηθεί έτσι ώστε να εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία
2. η εδώδιμη ρίζα του φυτού λεοπολδία
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων οργάνων που έχουν σχήμα βολβού («βολβός του οφθαλμού», «βολβός του δωδεκαδακτύλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν κυρίως στρογγυλά αντικείμενα
πρβλ. λατ. bulla «φυσαλλίδα νερού», λιθ. burbuas «φυσαλλίδα νερού», bulbus «πατάτα», αρμ. botk» «ραπάνι», αρχ. ινδ. bάlbaja «είδος χόρτου». Στην Ελληνική η λ. βολβός συνδέθηκε και με το βώλος «σβώλος». Τέλος, το λατ. bulbus είναι δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

βολβός: ὁ, είδος κρεμμυδοειδούς ρίζας, σε Θεόκρ.· ο καρπός ο ονομαζόμενος «βορβός» ή «βρουβός» (η βρούβα), που βρίσκεται στους αγρούς της Ελλάδας.