θηγάνη
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A whetstone, A.Ag.1536 (lyr.), S.Aj.820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας incentives to bloodshed, A.Eu.859; θ. λάλης Luc. Lex.14:—also θήγανον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1206] ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήθ' αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης θηγάνη γίγνεται.
Greek (Liddell-Scott)
θηγάνη: ἡ, ἀκόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser;
2 aiguillon.
Étymologie: θήγω.
Greek Monolingual
θηγάνη, ἡ (Α) θήγω
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.
Greek Monotonic
θηγάνη: [ᾰ], ἡ, ακονόπετρα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς αιματοχυσία, σε Αισχύλ.