πολύξεστος

From LSJ
Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύξεστος Medium diacritics: πολύξεστος Low diacritics: πολύξεστος Capitals: ΠΟΛΥΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: polýxestos Transliteration B: polyxestos Transliteration C: polyksestos Beta Code: polu/cestos

English (LSJ)

ον, (ξέω)

   A much-polished, πύλαι (of Hades) f.l. in S.OC1570 (lyr., leg. πολυξένοις).

German (Pape)

[Seite 667] viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

πολύξεστος: -ον, (ξέω) ὁ πολὺ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, Σοφ. Ο. Κ. 1570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
raboté avec soin ; poli avec art.
Étymologie: πολύς, ξέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά-ξεστος, εύ-ξεστος].

Greek Monotonic

πολύξεστος: -ον (ξέω), πολύ γυαλιστερός, σε Σοφ.