φίλημα
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό, Dor. φίλᾱμα Mosch.1.5:—
A kiss, A.Fr.135, X. Mem.1.3.12, etc.; φ. δοῦναι E.IA679,1238; φ. παρὰ γένυν τιθέντα σόν Id.Supp.1154; πατρὶ . . διὰ φιλημάτων ἰών Id.Andr.416; of kisses as prizes in a game, παίζωμεν περὶ φιλημάτων Pl.Com.46, cf. S.Fr.537, Eub.3.4; as a symbol of Christian love, 1 Ep.Cor.16.20. II pl., cosmetics, Ach.Tat.2.38 (fort. φαρμάκων).
German (Pape)
[Seite 1277] τό, der Kuß; Aesch. frg. 121; Eur., δοῦναι I. A. 679, u. öfter; πατρὶ τῷ σῷ διὰ φιλημάτων ἰών Andr. 417; sp. D., wie Anacr. 15, 25, u. oft in der Anth.; auch in Prosa, Xen. Conv. 5, 7 Mem. 1, 3,8; φίλημα δοῦναι Nicophan. in B. A. 115.
Greek (Liddell-Scott)
φίλημα: Δωρ. φίλᾱμα, τό, ὡς καὶ νῦν, φίλημα, τῶν πυκνῶν φιλημάτων Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 135· κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Σοφ. Ἀποσπ. 482, Εὐρ. Ἀνδρ. 416, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, κλπ.· φ. δοῦναι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 679, 1238· φ. παρὰ γένυν τιθέντα σὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1155 διὰ φιλημάτων ἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 417· ἴδε ἐν λέξ. φιλέω Ι. 4· ― ὡς σύμβολον τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ις΄, 20, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
baiser.
Étymologie: φιλέω.
English (Strong)
English (Thayer)
φιληματος, τό, from Aeschylus down, a kiss (see φιλέω, 2): ἅγιον, the kiss with which, as a sign of fraternal affection, Christians were accustomed to welcome or dismiss their companions in the faith: φίλημα ἀγάπης, B. D., under the word Kiss; also Dict. of Christ. Antiq. under the word Kiss).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίλαμα Α φιλώ
1. επαφή τών χειλιών σε μέρος του σώματος άλλου προσώπου ή ζώου ή και πράγματος, η οποία αποτελεί έκφραση έρωτα, πόθου, στοργής ή σεβασμού, ασπασμός, φιλί
2. εκκλ. ενέργεια που αποτελεί σύμβολο της χριστιανικής αγάπης
νεοελλ.
φρ. «είναι για φίλημα» — χρησιμοποιείται για πρόσωπο που ενθουσιάζει με το ωραίο παρουσιαστικό του ή την ευχάριστη συμπεριφορά του
αρχ.
στον πληθ. τὰ φιλήματα
καλλυντικά παρασκευάσματα.
Greek Monotonic
φίλημα: Δωρ. φίλᾱμα, -ατος, τό, φιλί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.