περινοστέω

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινοστέω Medium diacritics: περινοστέω Low diacritics: περινοστέω Capitals: ΠΕΡΙΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: perinostéō Transliteration B: perinosteō Transliteration C: perinosteo Beta Code: perinoste/w

English (LSJ)

   A go round, visit, inspect, περὶ τὰς κλίνας Ar.Th.796; παλαίστρας Id.Pax762 ; τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b.    2 abs., go about, stalk about, π. ὥσπερ ἥρως Pl.R.558a; of vagrants, Ar.Pl.121,494, D.19.255; π. σχολὴν ἄγοντα Alex.28, cf. Alciphr.1.10 (cj.), Jul.Ep.89.

German (Pape)

[Seite 583] umgehen, begehen, wie περιέρχομαι; Ar. Thesm. 796 Plut. 121. 494; Plat. Rep. VIII, 558 a; Sp., wie Luc. Tim. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περινοστέω: περιέρχομαι ὅπως ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, περί τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ φέρω τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «ἀλώπηξ ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., περιέρχομαι, περιφέρομαι, π. ὥσπερ ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aller et revenir d’un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;
2 faire le tour pour examiner, acc..
Étymologie: περί, νοστέω.

Greek Monotonic

περινοστέω: μέλ. -ήσω, περιέρχομαι ολόγυρα, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, τὰςπαλαίστρας, σε Αριστοφ.
2. απόλ., περιφέρομαι, περιτριγυρίζω, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, στον ίδ., Πλάτ.