γύμνωσις

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύμνωσις Medium diacritics: γύμνωσις Low diacritics: γύμνωσις Capitals: ΓΥΜΝΩΣΙΣ
Transliteration A: gýmnōsis Transliteration B: gymnōsis Transliteration C: gymnosis Beta Code: gu/mnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stripping, παρθένων Plu. Lyc.14, cf. Cat.Ma.20, Dsc.2.173.    II exposure, LXXGe.9.22; ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ. his defenceless side (cf. γυμνός 2), Th.5.71.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei LXX auch die Schaam.

Greek (Liddell-Scott)

γύμνωσις: -εως, ἡ, στέρησιςἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. γυμνότης, Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ γυμνός 2), Θουκ. 5.71.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de mettre à nu;
2 flanc droit non couvert (par le bouclier).
Étymologie: γυμνόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 desnudez, de soldados ausencia de escudo, falta de protección, indefensión en ciertos movimientos táct. προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Th.5.71, cf. plu. D.C.40.23.3
fig. de las encías enfermas διασήπουσα τὰ οὖλα ἄχρι γυμνώσεως Dsc.2.173.3.
2 gener. desnudez εἶδεν Χαμ ... τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ LXX Ge.9.22, cf. 23, D.C.46.17.3, 79.16.5, Aq.Hb.2.15, Clem.Al.Paed.2.6.51, Meth.Res.1.20, Epiph.Const.Haer.52.3, Nil.M.79.800A, B, Procop.Gaz.M.87.177C, τὴν ἰδίαν γύμνωσιν ἑαυτὸν ἔκρυψε de un poseso que es liberado, Epiph.Const.Haer.30.10, de un cadáver, Sch.A.Th.432c, ἡ ... γ. τῶν παρθένων οὐδὲν αἰσχρὸν εἶχεν Plu.Lyc.14, cf. 2.227e, δυσωπούμενοι τὴν ἀποκάλυψιν καὶ γύμνωσιν en competiciones deportivas, Plu.Cat.Ma.20, cf. Poll.3.153
fig. de la desnudez de la tierra, desolación Procl.CP M.65.836A.

Greek Monotonic

γύμνωσις: -εως, ἡ,
I. απογύμνωση, γδύσιμο·
II. γύμνια, γυμνότητα· ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν, την ανυπεράσπιστη πλευρά του (πρβλ. γυμνός 2), σε Θουκ.