ἐμπληξία
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ἡ,
A amazement: hence, stupidity, Aeschin.3.214, Aristid. 1.413,427 J., Gal.8.690; ἐ. ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4.4. 2 πολιτείας ἐ. capriciousness of policy, Aeschin.2.164. 3 frantic energy, Plu.2.56c.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληξία: ἡ, θάμβος, ἔκπληξις, Λατ. stupor: ἐντεῦθεν, ἠλιθιότης, ἀφροσύνη, μωρία, Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας ἐμπληξία, ἄλογος ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς πολιτεία, μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 stupidité ; démence;
2 instabilité, inconstance.
Étymologie: ἔμπληκτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aturdimiento, precipitación incontrolada e irracional τοῦ Δημοσθένους Aeschin.3.214, cf. 2.164, ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην) en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza Plu.2.56c, ἡ ἀλόγιστος ἐ. op. λογισμός D.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.
2 tontería, estupidez δόξα ἐμπληξίας Aristid.Or.11.26, ἐ. γὰρ ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4, ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι Μέτελλος Plu.Cat.Mi.20, cf. Ant.87, Aristid.Or.12.3, Gal.8.691, Herm.Irris.5, Gr.Naz.M.36.160A.
Greek Monolingual
ἐμπληξία, η (Α)
1. κατάπληξη
2. ανοησία, μωρία
3. (για την πολιτική) αστάθεια
4. αλόγιστη ενέργεια.
Greek Monotonic
ἐμπληξία: ἡ, κατάπληξη, ηλιθιότητα, σε Αισχίν.