φιλάμπελος

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλάμπελος Medium diacritics: φιλάμπελος Low diacritics: φιλάμπελος Capitals: ΦΙΛΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: philámpelos Transliteration B: philampelos Transliteration C: filampelos Beta Code: fila/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A loving the uine, θεῶν φιλαμπελωτάτη Ar.Pax308 (troch.), cf. Nonn.D.12.41.    II rich in vineyards, D.H.1.37.

German (Pape)

[Seite 1274] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη θεός Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

φιλάμπελος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime la vigne;
2 riche en vignes.
Étymologie: φίλος, ἄμπελος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την άμπελο
αρχ.
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄμπελος.

Greek Monotonic

φιλάμπελος: -ον, αυτός που αγαπά το κλήμα, σε Αριστοφ.