χρημοσύνη

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: {{{Full diacritics}}} Medium diacritics: χρημοσύνη Low diacritics: {{{Low diacritics}}} Capitals: ΧΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chrēmosýnē Transliteration B: chrēmosynē Transliteration C: chrimosyni Beta Code: xrhmosu/nh

English (LSJ)

,

   A need, want, lack, Thgn.389,394, al., dub. cj. in Trag.Adesp.509 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1374] , Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

χρημοσύνη: , ὡς τὸ χρείᾱ, ἀνάγκη, ἔλλειψις, ἔνδεια, Τυρταῖος 7 (6). 8, Θέογν. 389. 394, κ. ἀλπρβλ. χρησμοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης () :
besoin, indigence, pauvreté.
Étymologie: χράομαι.

Greek Monolingual

, Α
(ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. -ο-σύνη (βλ. λ. -σύνη)].

Greek Monotonic

χρημοσύνη: ἡ, όπως το χρεία, ανάγκη, χρεία, έλλειψη, σε Τυρτ., Θέογν.