ὑποπάσσω
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
A strew under, ποίην Hdt.1.132; ἡδύσματα Alex.186.7. II plaster under, ἄργιλον Thphr.Sign.49.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πάσσω), darunter od. dazwischen streuen, Her. 1, 132
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπάσσω: μέλλ. -πάσω, πάσσω ὑποκάτω, ποίην Ἡρόδ. 1. 132· ὑποπάσας ἡδύσματα Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 1. ΙΙ. ἀλείφω, χρίω κάτωθεν, ἄργιλον Θεοφρ. π. Σημ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
répandre en dessous.
Étymologie: ὑπό, πάσσω.
Greek Monolingual
Α
πασπαλίζω κάτι από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πάσσω «ραντίζω, πασπαλίζω»].
Greek Monotonic
ὑποπάσσω: μέλ. -πάσω [ᾰ], σκορπίζω, χύνω, στρώνω από κάτω, σε Ηρόδ.