ἐθελούσιος
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
α, ον,
A voluntary, X.Cyr. 4.2.11; ἀνάγκη ἐ. Id.Smp.8.13; of one's free will, Pherecyd. (?)98 J.; ἐθελούσιον ἱκετεύσαντα D.C.43.12; ἐθελούσια [τῇ προνοίᾳ] καὶ κατὰ γνώμην Jul.Or.5.166b. II of things, optional, [τὸ ἐρᾶν] ἐθελούσιόν ἐστι love is a matter of free choice, X.Cyr.5.1.10; γνώμη Ph.2.482; ἐθελουσίᾳ (sc. γνώμῃ) voluntarily, Hierocl.p.33A.: regul.Adv. -ίως X.Hier.11.12.
German (Pape)
[Seite 718] ον, auch 3 End., freiwillig; οὐκ ἀνάγκῃ ἀλλ' ἐθελούσιοι καὶ χάριτος ἕνεκα ἐξιόντες Xen. Cyr. 4, 2, 6, vgl. 6, 3, 12 Hell. 4, 8, 10, wo ἐθελούσιαι πόλεις steht; Sp. Auch von Sachen, τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστι, ist etwas Freiwilliges, ist Sache der Willkür, Xen. Cyr. 5, 1, 5. – Adv., Xen. Hier. 11, 12, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελούσιος: -α, -ον, ἑκούσιος, θεληματικός, Ξεν. Κύρ. 4. 2. 11. Συμπ. 8. 13. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστι, αὐτοπροαίρετον, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 1, 19. - Ἐπίρρ. -ίως ὁ αὐτ. Ἱέρ. 11. 12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui agit volontairement, de bonne volonté;
2 qui dépend de la volonté.
Étymologie: ἐθέλω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Ph.1.142]
I 1que actúa por propia voluntad, voluntario, espontáneo de pers. y asimilados, gener. como pred. ἐθελούσιον δοῦναι ἑαυτὸν εἰς σφαγὴν Pherecyd.98, οὐκ ἀνάγκῃ ἀλλ' ἐθελούσιοι X.Cyr.4.2.11, ἐθελούσιοι ... αὐτῷ συνεβοήθησαν τῇ Λακεδαίμονι X.Ages.1.38, cf. An.6.5.14, Cyr.5.1.25, 6.3.35, Lac.13.7, πόλεις ἐθελούσιαι συνετείχισαν X.HG 4.8.10, ἡ ... σύνοδος οὐκ ἐ[πί] μισθος συνήχθη, ἀλλὰ ἐ. IEphesos 17.58 (I d.C.), ἱκετεύειν D.C.43.12.3, cf. 37.23.2, D.H.10.15, ἐθελούσιοι, γελῶντες marchar al Hades, Luc.DMort.4.2, ἐθελούσια γὰρ αὐτῇ ... ἐστὶν οὐ τὰ ἔνυλα μόνον εἴδη en ella (la madre de los dioses) están espontáneamente no sólo las formas materiales Iul.Or.8.166b.
2 de abstr. voluntario, que se acepta libremente ἀνάγκη ἐ. obligación aceptada voluntariamente X.Cyr.5.1.10, Smp.8.13, (τὸ ἐρᾶν) ἐθελούσιόν ἐστιν X.Cyr.5.1.11, cf. 12, κίνησις Ph.l.c., αἵρεσις Ph.2.362, cf. Hierocl.7.11.
II adv. -ίως por propia voluntad, espontáneamente ἐ. σου προνοοῦντας θεῷο ἄν verías que se ocupaban de ti de buen grado X.Hier.11.12, ἐ. ἐπὶ παροινίᾳ θαρσεῖν τῆς πατρίδος I.AI 19.230, ἐ. αὐταῖς περικείμενος (δεσμός) Thdt.Char.19.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐθελούσιος, -α, -ον)
εκούσιος, αυτοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλ-ων κατά το πρότυπο του εκούσιος].
Greek Monotonic
ἐθελούσιος: -α, -ον (ἐθέλω),
I. εκούσιος, σε Ξεν.
II. λέγεται για αντικείμενα, προαιρετικός, αντικείμενο ελεύθερης βούλησης ή επιλογής, στον ίδ.