Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιτύμβιος

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτύμβιος Medium diacritics: ἐπιτύμβιος Low diacritics: επιτύμβιος Capitals: ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΣ
Transliteration A: epitýmbios Transliteration B: epitymbios Transliteration C: epitymvios Beta Code: e)pitu/mbios

English (LSJ)

ον (also α, ον Plu.(v.infr.)),=foreg.I,αἶνος, θρῆνος, A.Ag.1547(lyr.), Ch.335(lyr.);

   A εὖχος APl.5.368 ; χοαί S.Ant.901 ;σῆμα Epigr.Gr.339.1 (Cyzicus); κρηπίς AP7.657.11 (Leon.), cf.Hld.4.8; Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, = Lat.Venus Libitina, Plu.2.269b ; θεοὶ ἐ. Tab.Defix.99.9.    II of an old woman 'with one foot in the grave', Alciphr.3.62.

German (Pape)

[Seite 998] auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, θρῆνος, Grabgesang, Aesch. Ag. 1527 Ch. 331; χοαί, Grabspenden, Soph. Ant. 892; κρηπίς, λέκτρα, Leon. Tar. 98 Paul. Sil. 83 (VII, 657. 604); a. Sp.; – Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina, Plut. qu. Rom. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτύμβιος: -ον, = τῷ προηγ., αἶνος, θρῆνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1547, Χο. 335· χοαὶ Σοφ. Ἀντ. 901· σῆμα Συλλ. Ἐπιγρ. 3685· πρβλ. ἐπιτίμιον: - Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, ἡ παρὰ Ρωμαίοις Venus Libitina, Πλούτ. 2. 269Β· οὕτως, θεοὶ ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1034.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou se fait sur un tombeau : Ἀφροδίτη Ἐπιτυμβία (au lieu de -ιος) PLUT = lat. Venus Libitina, à Rome ; τὰ ἐπιτύμβια offrandes faites sur un tombeau.
Étymologie: ἐπί, τύμβος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιτύμβιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, στον τάφο, αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο (α. «και τ’ς επιτύμβιες πέτρες δροσίζει», Σολωμ.
β. «ἐπιτύμβιος λόγος», Ευστ.
γ. «κἀπιτυμβίους χοάς ἔδωκα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιτύμβιο
επίγραμμα που χαράζεται πάνω στο μνήμα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτύμβιον
κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού, κουκούλα
αρχ.
πολύ γερασμένη γυναίκα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύμβος.

Greek Monotonic

ἐπιτύμβιος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ., Σοφ.