ἀπόφθεγμα

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφθεγμα Medium diacritics: ἀπόφθεγμα Low diacritics: απόφθεγμα Capitals: ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ
Transliteration A: apóphthegma Transliteration B: apophthegma Transliteration C: apofthegma Beta Code: a)po/fqegma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A terse pointed saying, apophthegm, of Theramenes, X.HG2.3.56; of Anaxagoras, Arist.Metaph.1009b26; of Pittacus, Id.Rh.1389a16; of the Spartans, ib.1394b34: in pl., title of work by Plu.

German (Pape)

[Seite 334] τό, Ausspruch, bes. eine witzige, sentenzenartige Antwort, Gedenkspruch, Xen. Hell. 2, 3, 24; Cic. fam. 9, 16 u. öfter; Plut., der Sammlungen von dergleichen gemacht hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφθεγμα: τὸ, βραχὺ καὶ περιληπτικὸν λόγιον, εὐφυὴς ῥῆσις εὔστοχος ἀπάντησις, ὡς ἡ τοῦ Θηραμένους πρὸς τὸν Σάτυρον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· Ἀναξαγόρου δὲ καὶ ἀπόφθεγμα μνημονεύεται πρὸς τῶν ἑταίρων τινὰς Ἀριστ. Μεταφ. 3. 5, 13· ὥσπερ τὸ τοῦ Πιττακοῦ ἔχει ἀπόφθεγμα εἰς Ἀμφιάραον Ρητ. 2.12. 6· τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα αὐτόθι 21. 8. Ὁ Πλούταρχος ἐποίησε συλλογὴν ἀποφθεγμάτων.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
apophtegme, sentence, précepte.
Étymologie: ἀποφθέγγομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 sentencia en gener. aguda y breve apotegma Πιττακοῦ Arist.Rh.1389a15, cf. Sch.Il.10.249, Ἀναξαγόρου Arist.Metaph.1009b26, σοφῶν Plu.2.145e, 2.408e, τῆς Πυθιάδος D.C.62.13.3, τὰ ἀποφθέγματα τοῦ σωτῆρος Eu.Mariae en POxy.3525.14
en plu. τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα Arist.Rh.1394b35, como tít. de algunos tratados de Plutarco, Plu.2.172b, 208a, c. valor más genérico, X.HG 2.3.56.
2 doctrina προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ ἀ. μου aguárdese como lluvia mi doctrina LXX De.32.2, μάταια ἀποφθέγματα LXX Ez.13.19.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόφθεγμα) αποφθέγγομαι
σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό.

Greek Monotonic

ἀπόφθεγμα: -ατος, τό (ἀποφθέγγομαι), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό ρητό, απόφθεγμα, σε Ξεν.