ἀποικέω

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικέω Medium diacritics: ἀποικέω Low diacritics: αποικέω Capitals: ΑΠΟΙΚΕΩ
Transliteration A: apoikéō Transliteration B: apoikeō Transliteration C: apoikeo Beta Code: a)poike/w

English (LSJ)

   A go away from home, esp. as a colonist, settle in a foreign country, emigrate, ἐκ πόλεως Isoc.4.122; ἐς Θουρίους Pl.Euthd.271c: so c. acc. loci, Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Pi.P.4.258, cf. Porph.VP 2.    II dwell afar off, μακρὰν ἀ. Th.3.55; πρόσω ἀ. X.Oec.4.6; ἀ. τινὸς πρόσω E.HF557, cf. IA680; ἐν νήσῳ Arist.Pol.1272b1; ἀ. τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9: c. acc., live a long way off a person, Theoc. 15.7 (s.v.l.):—Pass., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ . . μακρὰν ἀπῳκεῖτο Corinth was inhabited by me at a distance, i.e. I settled far from Corinth, S. OT998.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικέω: ἀπέρχομαι ἀπὸ τῆς πατρίδος, κυρίως ὡς ἄποικος, ὅπως ἐγκατασταθῶ ἐν ξένῃ χώρα, μεταναστεύω, ἐκ τόπου Ἰσοκρ. 66Β· ἐς Θουρίους Πλάτ. Εὐθύδ. 271C· ἐν νήσῳ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 12· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Πινδ. Π. 4. 460. ΙΙ. κατοικῶ μακράν, διάγω ἢ εἶμαι λίαν μακρὰν (ἴδε ἀπάρχω ΙΙ.), μακρὰν ἀπ. Θουκ. 3. 55· πρόσω ἀπ. Ξεν. Οἰκ. 4. 6· ἀπ. τινος πρόσω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 557, πρβλ. Ι. Α. 680· ἀπ. τῶν πεδίων Φιλόστρ. 775: ― μετ’ αἰτ., διάγω, ζῶ, κατοικῶ μακρὰν ἀπό τινος προσώπου, Θεόκρ. 15. 7· εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή. ― Ὁ Σοφ. μεταχειρίζεται τὸ παθητ. κατὰ τρόπον ἰδιόρρυθμον, ἡ Κορινθος ἐξ ἐμοῦ… μακρὰν ἀπῳκεῖτο = ἐγὼ ἀπῴκουν μακρὰν τῆς Κορίνθου, ὅ ἐ. κατῴκουν μακρὰν αὐτῆς, Ο. Τ. 998, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀποικήσω, ao. ἀπῴκησα, pf. ἀπῴκηκα;
1 émigrer;
2 habiter au loin ; Pass.Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο SOPH j’habitais loin de Corinthe.
Étymologie: ἀπό, οἰκέω.

English (Slater)

ἀποικέω
   1 settle, colonize τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (P. 4.258)

Spanish (DGE)

I 1vivir lejos de la patria μακράν Th.3.55, πρόσω X.Oec.4.6, ἐν νήσῳ Arist.Pol.1272b1
en v. pas. ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ ... μακρὰν ἀπῳκεῖτ' yo vivía lejos de Corinto S.OT 998, op. οἰκέω IPr.12.13.
2 vivir lejos c. gen. πατρός E.IA 680, τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9, fig. αἰδώς γ' ... τῆς θεοῦ πρόσω E.HF 557, abs., Theoc.15.7.
II 1establecerse como colono, emigrar ἐκ πόλεως Isoc.4.122, ἐς Θουρίους Pl.Euthd.271c, cf. St.Byz.s.u. Ἅρπυια.
2 colonizar c. ac. de lugar νᾶσον Pi.P.4.258.

Greek Monotonic

ἀποικέω: μέλ. -ήσω·
I. απέρχομαι από την πατρίδα μου (κυρίως ως άποικος), εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, ἐς Θουρίους, σε Πλάτ.
II. κατοικώ μακριά, βρίσκομαι πολύ μακριά, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο, η Κόρινθος κατοικείτο ως πόλη πολύ μακριά από μένα, δηλ. εγκατεστημένος πολύ μακριά από την Κόρινθο, σε Σοφ.