ἄτριπτος

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτριπτος Medium diacritics: ἄτριπτος Low diacritics: άτριπτος Capitals: ΑΤΡΙΠΤΟΣ
Transliteration A: átriptos Transliteration B: atriptos Transliteration C: atriptos Beta Code: a)/triptos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀτριβής, χεῖρας ἀτρίπτους ἁπαλάς not worn hard by work, Od.21.151; of corn, not threshed, X.Oec.18.5; of bread, not kneaded, Arist.Pr.929a17; μᾶζα not pounded, Hp.Vict.2.40; ἄ. ἄκανθαι trackless thorns, Theoc.13.64; κέλευθοι ἄ. untrodden ways, Opp.H.4.68: metaph., ἄ. φρονήσεως ὁδοί Ph.1.316.    2 metaph., unknown, strange, Artem.4.63; of a problem, Simp.in Ph.520.23.

German (Pape)

[Seite 389] 1) ungerieben, χεῖρες, nicht abgehärtet, Od. 21, 151, vgl. Themist. 9 p. 121 c; ἄκανθαι Theocr. 13, 64, nicht zu betreten; ἀτραπός Ant. Ih. 24 (VII, 409); ungedroschen, Xen. Oec. 18, 5; ἄρτοι, ungeknetet, Arist. Probl. 21, 16, wo σφόδρα τετριμμένοι entggstzt. – 2) ungeübt, Plut. an vitiosit. 4 nach em.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non usé par le frottement, tendre, délicat;
2 fig. non rompu par l’exercice.
Étymologie: ἀ, τρίβω.

English (Autenrieth)

(τρίβω): unworn by toil, unhardened, soft, Od. 21.151†.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no gastado, no trabajado, delicado χεῖρες Od.21.151
no ejercitado ἄτριπτοι καὶ ἀγύμναστοι Plu.2.499d, οἱ ἄτριπτοι (sc. ἰατροί) περὶ τὰ τοιαῦτα Gal.2.685, ἄ. πρὸς ταῦτα Poll.5.145.
2 no triturado, no molido μάζη Hp.Int.27, Vict.1.35, 2.40, 3.68, ἄτριπτοι ἄρτοι panes poco amasados op. a οἱ σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr.927a22, τὸ ἅλας ... ἄτριπτον sal gruesa, POxy.1222.2 (IV d.C.)
subst. τὰ ἄτριπτα trigo sin trillar X.Oec.18.5.
3 no trillado, poco transitado, no hollado de caminos y lugares κέλευθος Call.Fr.1.28, ἐν ἀτρίπτοισιν ἀκάνθαις Theoc.13.64, ἄτριπτον καὶ ἀνέμβατον ἀτραπόν AP 7.409 (Antip.Sid.), cf. Opp.H.4.68, Luc.Asin.16, πέτρος AP 7.479 (Theodorid.), ἄρουρα Nonn.D.5.236
fig. inusitado de los caminos de la virtud, Ph.1.316, ἱστορίαι ξέναι καὶ ἄτριπτοι Artem.4.63.
II no desgastable ὀδόντες ... τὴν αἰχμὴν ἄτριπτοι Philostr.VA 3.7.

Greek Monotonic

ἄτριπτος: -ον (τρίβω), λέγεται για χέρια, μη φθαρμένος από τη δουλειά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το σιτάρι, αυτός που δεν έχει αλωνιστεί, σε Ξεν.· ἄτριπτοι ἄκανθαι, αγκάθια πάνω στα οποία κανείς δεν μπορεί να πατήσει ή αδιάβατα αγκάθια, σε Θεόκρ.