διαπεραίνω

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A bring to a conclusion, λόγους E.Andr.333; describe thoroughly, τι Pl.Phlb.47b, etc.; διαπέραινέ μοι tell me all, E.Andr. 1056; δ. ὁδόν Pl.Lg.625b:—Med., μορφῆς διαπεράνασθαι κρίσιν to get the trial of beauty decided, E.Hel.26; διαπεράνασθαι λόγον Pl.Phdr. 263e, etc.:—Pass., Iamb.Myst.7.4.    II traverse, pass through, λοβόν Aret.SA2.8 (cf. διαπεράω).

German (Pape)

[Seite 594] vollenden, endigen; λόγους Eur. Andr. 333; Plat. Gorg. 510 a u. öfter; ἀπόκρισιν ibd. 451 a; ὁδόν Legg. I, 625 b; bes. = vollständig erzählen, Eur. Andr. 1057; παθήματα Plat. Phil. 52 b, u. öfter. Auch med., eben so, λόγον Plat. Phaedr. 263 e, u. öfter; σελήνη ἐν μηνὶ τὸν ἑαυτῆς διαπεραίνεται κύκλον Arist. mund. 6. – Διαπεραντέον , man muß vollenden, Plat. Legg. IV, 715 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, περατῶ, Εὐρ. Ἀνδρ. 333, Πλάτ. Φιλ. 47Β, κτλ.· διαπέραινέ μοι, διηγοῦ μοι πάντα μέχρι τέλους, Εὐρ. Ἀνδρ. 1056· δ. ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 625Β· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ, διαπεράνασθαι κρίσιν, ἀποφασίζω περί τινος ζητήματος, φέρω αὐτὸ εἰς πέρας, Εὐρ. Ἑλ. 26· διαπεραίνεσθαι λόγον Πλάτ. Φαίδρ. 263Ε, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 mener à terme;
2 exposer ou raconter jusqu’au bout.
Étymologie: διά, περαίνω.

Spanish (DGE)

A tr.
I fís.
1 recorrer hasta el final ὁδόν Pl.Lg.625b.
2 atravesar de parte a parte, traspasar λοβόν Aret.SA 2.8, en v. pas. de murallas figuradas, Pl.Sph.261c.
II en el ámbito de las palabras
1 desde el punto de vista formal llevar a término, terminar, concluir τοὺς λόγους E.Andr.333, τὴν ἀπόκρισιν ... διαπέρανον Pl.Grg.451a, en v. med. mismo sent. λόγον Pl.Phdr.263e, Luc.Lex.1, τὸν ὕμνον Ph.2.484.
2 desde el punto de vista del contenido contar hasta el final, explicar πάντα τὰ συμβαίνοντα Pl.Phlb.47b, ‘ἀνάγκην’ ... βούλομαι διαπερᾶναι quiero explicar el sentido de ‘ἀνάγκη’ Pl.Cra.420d, c. dat. de pers. διαπέραινέ μοι cuéntame todo E.Andr.1056, en v. pas. διὰ βραχέων τἀληθὲς ... διαπερανθῆναι Iambl.Myst.7.4.
3 en v. med. ir hasta el final, decidir μορφῆς ... διαπεράνασθαι κρίσιν del juicio de Paris, E.Hel.26.
B en v. med. intr. avanzar, desarrollarse διαπεραινόμενος ὁ λόγος αὐτός a medida que se desarrolla el propio discurso Pl.Plt.264b.

Greek Monolingual

(AM διαπεραίνω) περαίνω
αρχ.-μσν.
διασχίζω κάποιο μέρος και φτάνω κάπου
αρχ.
1. περατώνω, φέρω σε πέρας, αποτελειώνω
2. διηγούμαι μέχρι τέλους
3. περιγράφω επακριβώς
4. (-ομαι) αποφασίζω.

Greek Monotonic

διαπεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καταλήγω σε συμπέρασμα, συζητώ διεξοδικά, διέρχομαι ενδελεχώς, συζητώ συνολικά και σφαιρικά, σε Ευρ.· διαπέραινέ μοι, διηγήσου μου τα πάντα, στον ίδ. — Μέσ., διαπεράνασθαι κρίσιν, αποφασίζω για ένα ζήτημα, το φέρνω εις πέρας, στον ίδ.