ἐξημοιβός

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξημοιβός Medium diacritics: ἐξημοιβός Low diacritics: εξημοιβός Capitals: ΕΞΗΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: exēmoibós Transliteration B: exēmoibos Transliteration C: eksimoivos Beta Code: e)chmoibo/s

English (LSJ)

όν, (ἐξαμείβω)

   A serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. ἐκφέρω.

German (Pape)

[Seite 881] umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξημοιβός: -όν, (ἐξαμείβω) χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγὴν (πρβλ. ἐπημοιβός), εἵματα δ’ ἐξοιμηβά, «ἀλλασσόμενα, ἐξ ἀμοιβῆς φορούμενα» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 249· τεύχεα Κόϊντ. Σμ. 7. 437.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
de rechange.
Étymologie: ἐξαμείβω.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.

Greek Monolingual

ἐξημοιβός, -όν (Α)
ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ' ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐξημοιβός: -όν (ἐξαμείβω), αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, εἵματα δ' ἐξημοιβά, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.