κατακείρω
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
English (LSJ)
fut. -κερῶ (v. infr.),
A shear, clip close, τὸν πώγωνα Plu.2.52c (Pass.): Com., ὁ κουρεὺς . . ὑπὸ τῆς ὑπήνης κατακερεῖ τὴν εἰσφοράν Eup.278:—Med., κ. τὰς κεφαλάς crop their heads close, Hdt.1.82. II in Hom. only metaph., cut away, waste, βίοτον κατακείρετε πολλόν Od.4.686; ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον 22.36; μῆλα δ' ἅ μοι μνηστῆρες . . κατέκειραν 23.356.
German (Pape)
[Seite 1352] abscheeren, abschneiden; κατακείρεται ὁ πώγων Plut. discr. adul. et amic. 9. – Gew. übertr., verzehren, aufreiben, βίοτον, οἶκον, μῆλα, Od. 4, 686. 22, 36. 23, 356.
French (Bailly abrégé)
1 tondre, raser;
2 dilapider, piller, dévaster, acc.;
Moy. κατακείρομαι tondre ou raser.
Étymologie: κατά, κείρω.
English (Autenrieth)
shear down, hence waste, consume. (Od.)
Greek Monolingual
κατακείρω (Α)
1. αποκόπτω
2. κατακόπτω, σπαταλώ, ερημώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κείρω «κόβω, κουρεύω»].
Greek Monotonic
κατακείρω: μέλ. -κερῶ,
I. αποκόπτω, ψαλιδίζω — Μέσ., κ. τὰς κεφαλάς, κουρεύουν τα μαλλιά τους μέχρι το δέρμα, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., αποκόπτω, καταστρέφω, ερημώνω, σε Ομήρ. Οδ.