κηπίον

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπίον Medium diacritics: κηπίον Low diacritics: κηπίον Capitals: ΚΗΠΙΟΝ
Transliteration A: kēpíon Transliteration B: kēpion Transliteration C: kipion Beta Code: khpi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of κῆπος, SIG46.15 (Halic., v B.C.), Plb.6.17.2, Gal.2.211, PSI1.77.18, etc.: metaph.,

   A appendage, κ. καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου Th.2.62.    II = κῆπος 11, Luc.Lex.5.

German (Pape)

[Seite 1432] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.

Greek (Liddell-Scott)

κηπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῆπος, Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν γήπεδονκηπάριον παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = κῆπος 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit jardin, fig. dépendance, accessoire;
2 sorte de coiffure.
Étymologie: κῆπος.

Greek Monolingual

κηπίον, τὸ (Α) κήπος
1. μικρός κήπος
2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να το καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό του σπιτιού («κηπίονἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.)
3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης τών μαλλιών, αλλ. κήπος («καὶ γὰρ οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κηπίον: τό, υποκορ. του κῆπος· περιβόλι, παρτέρι· μεταφ., συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός, σε Θουκ.