κίσσινος

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσῐνος Medium diacritics: κίσσινος Low diacritics: κίσσινος Capitals: ΚΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: kíssinos Transliteration B: kissinos Transliteration C: kissinos Beta Code: ki/ssinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of ivy, E.Ba.177,702; κ. ποτήρ Id.Alc.756; χρυσὸς κ. ivy-wreath of gold, Callix.2: κίσσινον, τό, name of a plaster, Orib.Fr.88.

German (Pape)

[Seite 1442] von Epheu gemacht; σκύφος Eur. bei Ath. XI, 477 a; στέφανος Eur. Bacch. 701; Ath. V, 200 e u. öfter; auch ποτήρ, Eur. Alc. 759.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ κισσοῦ, Εὐρ Βάκχ. 177, 702· κ. ποτὴρ Εὐρ. Ἄλκ. 756, πρβλ. κισσύβιον.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lierre.
Étymologie: κισσός.

English (Slater)

κίσςῐνος
   1 of ivy ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.

Greek Monolingual

κίσσινος, -ίνη, -ον (Α) κισσός
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον
ονομασία εμπλάστρου.

Greek Monotonic

κίσσῐνος: -η, -ον (κισσός), φτιαγμένος από κισσό, σε Ευρ.