κίκιννος

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκιννος Medium diacritics: κίκιννος Low diacritics: κίκιννος Capitals: ΚΙΚΙΝΝΟΣ
Transliteration A: kíkinnos Transliteration B: kikinnos Transliteration C: kikinnos Beta Code: ki/kinnos

English (LSJ)

[κῐκ], ὁ,

   A ringlet, Cratin.353, Ar.V.1069 (lyr.; cf. Poll.2. <*>8), Theoc.11.10, 14.4, AP5.196 (Mel.), Gal.18(1).790.

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, gekräuseltes Haar, Haarlocke; Ar. Vesp. 1064; Eupol. bei Poll. 2, 28; Theocr. 14, 4 u. öfter in der Anth., z. B. Mel. 66 (V, 197).

Greek (Liddell-Scott)

κίκιννος: κῐ, ὁ, οὖλαι τρίχες, βόστρυχος, Λατ. cincinnus, Κρατ. ἐν Ἀδήλ. 96, Ἀριστοφ. Σφ. 1069 (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 28), Θεόκρ. 11. 10., 14. 4, Ἀνθ. Π. 5. 197.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
boucle de cheveux frisés.
Étymologie: DELG mot expressif sans étym. ; pê emprunt à une langue préhell.

Greek Monolingual

κίκιννος, ὁ (Α)
σγουρό μαλλί, βόστρυχοςγῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].

Greek Monotonic

κίκιννος: [κῐ], ὁ, βόστρυχος, μπούκλα, Λατ. cincinnus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.