μνιαρός

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῐᾰρός Medium diacritics: μνιαρός Low diacritics: μνιαρός Capitals: ΜΝΙΑΡΟΣ
Transliteration A: mniarós Transliteration B: mniaros Transliteration C: mniaros Beta Code: mniaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167.    2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Ueberhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.

Greek Monolingual

μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.

Greek Monotonic

μνιᾰρός: -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.