ὁμόκεντρος

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκεντρος Medium diacritics: ὁμόκεντρος Low diacritics: ομόκεντρος Capitals: ΟΜΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: homókentros Transliteration B: homokentros Transliteration C: omokentros Beta Code: o(mo/kentros

English (LSJ)

ον,

   A concentric with, γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ Str.2.5.2, cf. Ptol.Alm.3.3, Theo Sm.p.166 H.    II at the same cardinal point, Vett.Val.60.14, Cat.Cod.Astr. 8(4).136.

German (Pape)

[Seite 337] mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκεντρος: -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ κέντρον μετά τινος, ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a pour centre le même point, concentrique.
Étymologie: ὁμός, κέντρον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόκεντρος, -ον)
(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο
το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών
2. φρ. «ομόκεντρη φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. ομοκεντρικός
αρχ.
(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
επίρρ...
ομοκέντρως και ομόκεντρα
με ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέντρον (πρβλ. μακρό-κεντρος)].

Greek Monotonic

ὁμόκεντρος: -ον (κέντρον), αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, σε Στράβ.