παραδύομαι

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδύομαι Medium diacritics: παραδύομαι Low diacritics: παραδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paradýomai Transliteration B: paradyomai Transliteration C: paradyomai Beta Code: paradu/omai

English (LSJ)

Med. with intr. aor. Act. παρέδυν (v. infr.): pf.

   A παραδέδῡκα Aeschin.3.37:—creep, slink, or steal past, ταῦτα δ' ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι... στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι Il.23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν Ar.Ec.55.    2 creep or steal in, ἐς τὰν ἀκοάν Archyt.1; ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο D.18.79; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Pl.R.424d, cf. Arist.Pol.1307b32; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα Pl.R.421e, cf. Aeschin. l. c.; π. ἐπί τι D.22.48.

German (Pape)

[Seite 478] mit aor. II. act. παρέδυν (s. δύω), daneben hineingehen; στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, Il. 23, 416; παρέδυν, Ar. Eccl. 55; εἰς τὴν πόλιν παραδύντα, Plat. Rep. IV, 421 e; ἡ παρανομία ῥᾳδίως λανθάνει παραδυομένη, IV, 424 d; παρέδυ ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν, Dem. 24, 160; εἶθ' ὅταν παραδύῃ τὸ οἰνάριον, Ath. XIII, 607 c.

Greek (Liddell-Scott)

παραδύομαι: μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - παρεισδύνω, ἢ κατ’ ἄλλους παρέρχομαι λαθραίως, ταῦτα δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύομαι Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) ὑπεισέρχομαι, κρυφίως εἰσέρχομαι, λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα αὐτόθι 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3.

French (Bailly abrégé)

f. παραδύσομαι, ao.2 παρέδυν;
pénétrer en se glissant, se glisser, s’insinuer.
Étymologie: παρά, δύομαι.

Greek Monolingual

Α
1. διέρχομαι από κάπου κρυφά, διεισδύω («ταῡτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. εισέρχομαι κρυφά, τρυπώνω («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

παραδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ παρέδυν, Επικ. απαρ. παραδύμεναι [ῡ]·
1. κινούμαι αργά, φεύγω κρυφά, μπαίνω απαρατήρητος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. διεισδύω ή μπαίνω κρυφά, σε Πλάτ., Δημ.