παραίρεσις

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρεσις Medium diacritics: παραίρεσις Low diacritics: παραίρεσις Capitals: ΠΑΡΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: paraíresis Transliteration B: parairesis Transliteration C: parairesis Beta Code: parai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking away from, stripping one of, τῶν προσόδων Th.1.122; τῆς οὐσίας παραιρέσεις Pl.R.573e; τὴν π. ποιοῦνται τῶν ὅπλων Arist. Pol.1311a12.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, Wegnahme, Verringerung; τῶν προσόδων, Thuc. 1, 122; τῆς οὐσίας, Plat. Rep. IX, 573 e; παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος, = παραιρεῖσθαι, Arist. polit. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρεσις: ἡ, ἀφαίρεσις, τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· παραίρεσις τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
enlèvement, soustraction.
Étymologie: παραιρέω.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α παραιρώ
1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.)
2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.).

Greek Monotonic

παραίρεσις: ἡ, απομάκρυνση από κοντινό σημείο, αφαίρεση, περικοπή, μείωση, «ψαλίδισμα», τῶν προσόδων, σε Θουκ.