πλήρωσις

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήρωσις Medium diacritics: πλήρωσις Low diacritics: πλήρωσις Capitals: ΠΛΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: plḗrōsis Transliteration B: plērōsis Transliteration C: plirosis Beta Code: plh/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A filling up, filling, πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Pl.Phlb.42c; esp. with people, κληρώσεις δικαστηρίων καὶ π. Id.Lg.956e; π. τῆς νεώς manning the ship, CIG2501 (Cos, i B. C.).    2 sensual satisfaction, gratification, esp. of eating and drinking, τὸ πίνειν π. τῆς ἐνδείας Pl.Grg.496e; ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς π. ib.492a; πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν Id.R.439d: as expl. of the origin of pleasure, Id.Phlb.31esq., 35a sq.; of other passions, θυμοῦ π. Plu.Lys.19; of the higher aspirations, Plot.5.8.4.    3 completion of a number, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους . . ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος which remained to complete the eight years, Hdt.3.67; εἰς π. ἐκρηγμάτων (ἐκχρημ- Pap.) κδ' making a total of 24 sluices, Wilcken Chr.11 A14 (ii B. C.).    4 filling up a document, Lyd. Mag.3.68.    II Pass., becoming full, τῆς σελήνης Arist.HA582b2, Epicur.Ep.2p.40U.; of women, impregnation, Arist. l.c.; αἱ τῶν σιτίων π. a being filled with food, opp. αἱ ἔνδειαι, Id.Phgn.810b22: abs., repletion, Hp.VM9, 21, Arist.Rh.1380b4.

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, das Füllen, Vollmachen, Ausfüllen, die Befriedigung; τὸ πίνειν πλήρωσις τῆς ἐνδείας, Plat. Gorg. 496 e, u. öfter; Ggstz κένωσις, Phil. 42 c; das Vollzähligmachen, Her. 3, 67 u. Sp. – Auch = Vorigem, δικαστηρίων, Plat. Legg. XII, 956 e.

Greek (Liddell-Scott)

πλήρωσις: ἡ, (πληρόω) γέμισμα, πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Πλάτ. Φίληβ. 42C· ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων, πληρώσεις δικαστηρίων καί… ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 956Ε· πλ. τῆς νεώς, τὸ πληροῦν τὸ πλοῖον μὲ ἄνδρας (πρβλ. πλήρωμα 1. 3), Συλλ. Ἐπιγρ. 2501. 2) μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσθίειν καὶ πίνειν, τὸ πίνειν πλ. τῆς ἐνδείας Πλάτ. Γοργ. 496Ε· ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλ., ἱκανοποίησιν, 492Α· πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 439D· συχν. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν θεωρίαν καθ’ ἣν πᾶσα ἡδονὴ παράγεται ἐκ τῆς πληρώσεως, Φίληβ. 31Ε κἑξ., 35Α κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων παθῶν, θυμοῦ πλ. Πλουτ. Λύσανδ. 19. 3) ἡ συμπλήρωσις ἀριθμοῦ, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους… ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτη τῆς πληρώσιος, ἅτινα ὑπελείφθησαν πρὸς συμπλήρωσιν τῶν 8 ἐτῶν (ἀλλ’ ἴσως τῆς πλ. εἶναι γλώσσ.), Ἡρόδ. 3. 67. ΙΙ. Παθ., τὸ πληροῦσθαι, τῆς σελήνης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἐπὶ γυναικῶν τὸ συλλαμβάνειν ἐν τῇ κοιλίᾳ, αὐτόθι· αἱ τῶν σιτίων πλ., ὁ διὰ τροφῆς χορτασμός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ ἔνδειαι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6, 10· ἀπολ., γέμισμα, πλήρης χορτασμός, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 11, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de remplir, de combler;
2 action de compléter.
Étymologie: πληρόω.

Greek Monotonic

πλήρωσις: ἡ (πληρόω),·
1. συμπλήρωση, γέμισμα, σε Πλάτ.· συχνά λέγεται για φαγητό και ποτό, ο κορεσμός, στον ίδ.
2. συμπλήρωση ενός αριθμού, σε Ηρόδ.