ῥήτωρ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ορος, ὁ, also ἡ Ar.Fr.945 (cf. Th.292): (ἐρῶ):—
A public speaker, μύθων ῥήτορες E.Hec.124 (anap.), cf. Fr.597.4, Isoc.8.129, Arist. Top.149b25, Phld.Rh.2.272S., Plu.2.131a, etc.; esp. at Athens, οἱ ῥήτορες the public speakers in the ἐκκλησία, Ar.Ach.38,680, Eq.60, 358, al., Th.8.1, And.3.1, Lys.30.22, etc.; sg. prob. in IG12.45.21; οἱ δέκα ῥ. the Ten Attic Orators, Luc.Am.29; ὁ ῥ. 'par excellence' = Demosthenes, Hermog.Inv.4.1, al. 2 one who gives sentence, judge, S.Fr.1090. 3 advocate, POxy.37.4 (i A.D.), etc. 4 later, teacher of eloquence, rhetorician, OGI712 (Egypt), etc. II as Adj., ῥ. λόγος oratory, IG2.1386.7.
German (Pape)
[Seite 841] ορος, ὁ, 1) der Redner, Sprecher; Soph. frg. 937; δισσῶν μύθων ῥήτορες ἦσαν, Eur. Hec. 126; Volksredner, Ar. oft u. in Prosa. – 2) später bes. der Lehrer der Beredtsamkeit, auch der Redekünstler, Prunkredner, rhetor, Plut. oft u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήτωρ: -ορος, ὁ, ὡσαύτως ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ δημοσίᾳ ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ δημοσίᾳ ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ ἐπάγγελμα πολλάκις προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ δέκα ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι ὁμοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, δικαστής. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, διδάσκαλος τῆς ῥητορικῆς, ῥητοροδιδάσκαλος, Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 orateur, particul. à Athènes orateur public dans l’assemblée ; abs. ὁ ῥήτωρ, l’orateur par excellence (Démosthène);
2 maître d’éloquence, rhéteur.
Étymologie: R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. εἴρω², *ῥέω.
English (Strong)
from ῥέω; a speaker, i.e. (by implication) a forensic advocate: orator.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. ρήτορας.
Greek Monotonic
ῥήτωρ: -ορος, ὁ (*ῥέω, ἐρῶ), δημόσιος ομιλητής, αγορητής, νομικός σύμβουλος, δικηγόρος, Λατ. orator, σε Ευρ. κ.λπ.