σκίδνημι
English (LSJ)
collat. form of σκεδάννυμι (q.v.),
A disperse, Heraclit.91, Aret.SD1.5, Plu.2.933d; used by Hom. in compd. διασκίδνημι. II mostly Pass. σκίδναμαι, only pres. and impf., to be spread or scattered, disperse, freq. of a crowd or assembly, αὐτοὶ δ' ἐσκίδναντο κατὰ κλισίας τε νέας τε Il.1.487; ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι Od.1.274; ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος Il.19.277; ἐπὶ νῆας ἕκαστοι ἐσκίδναντ' ἰέναι 24.2; σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος Od.2.252; ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ' ἕκαστος ib.258; of foam or spray, ὑψόσε δ' ἄχνη σκίδναται Il.11.308; of a cloud of dust, ὕψι δ' ἀέλλη σκίδναθ' ὑπὸ νεφέων 16.375; of a stream, ἀνὰ κῆπον ἅπαντα σκίδναται Od.7.130; also ὀδμὴ σκίδνατο h.Cer.278; ὂψ σκιδναμένη Hes.Th.42; σκιδναμένα Simon.41 codd.Plu. (f.l. for κιδν-); σκιδναμένης ἐν στήθεσιν ὀργῆς f.l. in Sapph.27; σκιδναμένης Δημήτερος, i.e. at seedtime, in spring, Orac. ap. Hdt.7.142; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ as the sun began to spread his light, i.e. soon after sunrise, Id.8.23; in Hp. of an odour, to be dissipated, Loc.Hom.2; of the distribution of τὸ πνεῦμα through the system, Morb.Sacr.7; also of the pupils, to be dilated, αἱ κόραι σκίδνανται Id.Int.48 = Dieb.Judic.3; elsewh. rare in Prose, Thphr. Sens.55,56; εὐωδία ἐκ πηγῆς -αμένη Plu.2.941f (not found in good Att., except compd. ἀποσκίδναμαι in Th.6.98).
Greek (Liddell-Scott)
σκίδνημι: ἰσοδύναμος τύπος τῷ σκεδάννυμι (ὃ ἴδε), διασκορπίζω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5, Πλούτ. 2. 933D· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ συνθέτῳ διασκίδνημι. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. σκίδναμαι, καὶ σχεδὸν ἀπαντᾷ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατατ. (παρ’ Ἱππ. 336. 3 ὁ Littré διώρθωσε σκεδασθῇ ἐξ Ἀντιγράφ.)· ― σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι ὡς πλῆθός τι ἢ συνάθροισις, αὐτοὶ δ’ ἐσκίδναντο κατὰ κλισίας τε νέας τε Ἰλ. Α. 487· ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι Ὀδ. Α. 274· ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος Ἰλ. Τ. 277, Ψ. 3· ἐπὶ νῆας ἕκαστος ἐσκίδναντ’ ἰέναι Ω. 2· σκίδνασθ’ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος Ὀδ. Β. 252· ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ’ ἕκαστος αὐτόθι 258· ἐπὶ ἀφροῦ θαλασσίου, ὑψόσε δ’ ἄχνη σκίδναται Ἰλ. Α. 308· ἐπὶ νέφους κονιορτοῦ, ὕψι δ’ ἄελλα σκίδναται Π. 375· ἐπὶ ῥεύματος ὕδατος, ἀνὰ κῆπον ἅπαντα σκίδναται Ὀδ. Η. 130· ὡσαύτως, ὀδμὴ σκίδνατο Ὕμν. εἰς Δήμ. 279· ὂψ σκιδναμένη Ἡσ. Θ. 42· σκιδναμένα γᾶρυς Σιμωνίδ. 51· σκιδνάμεναι ἐν στάθεσιν ὀργαὶ Σαπφὼ 31· σκιδναμένης Δημήτερος, δηλ. κατὰ τὸν χρόνον τοῦ σπορητοῦ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 14· ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ, ὡς ὁ ἥλιος ἄρχεται διασκορπίζων τὸ φῶς του, δηλ. εὐθὺς μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. 8. 23· ὡσαύτως οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἱππ. ἐπὶ τῆς ἐξαπλώσεως νόσου τινὸς εἰς ὅλον τὸ σύστημα τοῦ ἀνθρώπου, 305. 36., 408. 44, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Πλουτ.· ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., εἰ μὴ ἐν τῷ συνθ. διασκίδναμαι παρὰ Θουκ. 6. 98· καὶ τὸ ἁπλοῦν σκίδναμαι παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 55, 56, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
disperser, répandre;
Pass.-Moy. plus us. σκίδναμαι (seul. prés., impf. ἐσκιδνάμην, ao. Pass. ἐσκιδνάσθην) se disperser, se répandre, s’épancher.
Étymologie: R. Σκιδ, disperser ; cf. σκεδάννυμι.
Greek Monolingual
Α
(δ. τ. του σκεδάννυμι)
1. διασκορπίζω
2. μέσ. σκίδναμαι
α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.)
β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.)
γ) (για την κόρη του οφθαλμού) διαστέλλομαι
δ) (για τον εισπνεόμενο αέρα) εξαπλώνομαι σε όλο το αναπνευστικό σύστημα
3. φρ. α) «ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ» — αμέσως μετά την ανατολή του Ηλίου
β) «σκιδναμένης Δήμητρος» — κατά την εποχή της σποράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. σκίδ-νη-μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -νη-μι (πρβλ. δάμ-νη-μι) από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του σκεδάννυμι με φωνήεν στήριξης -ι- (πρβλ. κίρ-νημι, πίτ-νημι)].
Greek Monotonic
σκίδνημι: ισοδ. τύπος του σκεδάννυμι, σκορπίζω, διασκορπίζω — Παθ., σκίδναμαι, μόνο σε ενεστ. και παρατ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διαλύομαι, λέγεται για συναθροισμένο πλήθος, όχλο, σε Όμηρο· λέγεται για αφρό ή αφρισμένο θαλασσινό κύμα, ομοίως για σύννεφο σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.· σκιδναμένης Δημήτερος, όταν σκορπίζονται στη γη οι κόκκοι των σιτηρών, δηλ. κατά την περίοδο της σποράς, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ, όταν ο ήλιος αρχίζει να σκορπά το φως του, δηλ. λίγο μετά την ανατολή του ηλίου, στον ίδ.