ὑλοβάτης

From LSJ
Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοβάτης Medium diacritics: ὑλοβάτης Low diacritics: υλοβάτης Capitals: ΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hylobátēs Transliteration B: hylobatēs Transliteration C: ylovatis Beta Code: u(loba/ths

English (LSJ)

[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,

   A one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.

Greek Monolingual

ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυρο-βάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].

Greek Monotonic

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.