χρηστεύομαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.
German (Pape)
[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.
French (Bailly abrégé)
se conduire en homme de bien NT.
Étymologie: χρηστός.
English (Strong)
middle voice from χρηστός; to show oneself useful, i.e. act benevolently: be kind.
English (Thayer)
(χρηστός, which see); to show oneself mild, to be kind, use kindness: Eusebius, h. e. 5,1, 46; τίνι, toward one, Clement of Rome, 1 Corinthians 13,2 [ET]; 14,3 [ET].)
Greek Monolingual
Α χρηστός
(αποθ.) είμαι χρηστός.
Greek Monotonic
χρηστεύομαι: αποθ., είμαι αγαθός και χρηστός, σε Καινή Διαθήκη