ἐπιθήκη
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ἡ,
A addition, increase, Hes.Op.380; κἀπιθήκην τέτταρας and 4 loaves (or perh. obols) over, Ar.V.1391; adponam epithecam insuper, cj. for apo- in Plaut. Trin.1025. II. cover put over a statue, CPR27.10 (ii A.D.). III. sum allowed to cover expenses, POxy.1158.24 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, der Zusatz, die Vermehrung, Hes. O. 378; Zulage, Ar. Vesp. 1382; Sp.; – Deckel, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
addition, surcroît.
Étymologie: ἐπιτίθημι.
Greek Monolingual
ἐπιθήκη, ἡ (Α)
1. προσθήκη, επαύξηση
2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος
3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών
4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα
5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκην
παραπάνω, επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπιθήκη: ἡ (ἐπιτίθημι), προσθήκη, αύξηση, σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ., κἀπιθήκην τέτταρας, και τέσσερις δραχμές επιπλέον στη συμφωνία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθήκη: ἡ1) приумножение (sc. πλούτου Hes.);
2) прибавление: ἄρτους δέκα κἀπιθήκην τέτταρας Arph. десять хлебов да еще четыре.