γύμνωσις
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stripping, παρθένων Plu. Lyc.14, cf. Cat.Ma.20, Dsc.2.173. II exposure, LXXGe.9.22; ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ. his defenceless side (cf. γυμνός 2), Th.5.71.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei LXX auch die Schaam.
Greek (Liddell-Scott)
γύμνωσις: -εως, ἡ, στέρησις ἢ ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. γυμνότης, Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ γυμνός 2), Θουκ. 5.71.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de mettre à nu;
2 flanc droit non couvert (par le bouclier).
Étymologie: γυμνόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 desnudez, de soldados ausencia de escudo, falta de protección, indefensión en ciertos movimientos táct. προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Th.5.71, cf. plu. D.C.40.23.3
•fig. de las encías enfermas διασήπουσα τὰ οὖλα ἄχρι γυμνώσεως Dsc.2.173.3.
2 gener. desnudez εἶδεν Χαμ ... τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ LXX Ge.9.22, cf. 23, D.C.46.17.3, 79.16.5, Aq.Hb.2.15, Clem.Al.Paed.2.6.51, Meth.Res.1.20, Epiph.Const.Haer.52.3, Nil.M.79.800A, B, Procop.Gaz.M.87.177C, τὴν ἰδίαν γύμνωσιν ἑαυτὸν ἔκρυψε de un poseso que es liberado, Epiph.Const.Haer.30.10, de un cadáver, Sch.A.Th.432c, ἡ ... γ. τῶν παρθένων οὐδὲν αἰσχρὸν εἶχεν Plu.Lyc.14, cf. 2.227e, δυσωπούμενοι τὴν ἀποκάλυψιν καὶ γύμνωσιν en competiciones deportivas, Plu.Cat.Ma.20, cf. Poll.3.153
•fig. de la desnudez de la tierra, desolación Procl.CP M.65.836A.
Greek Monotonic
γύμνωσις: -εως, ἡ,
I. απογύμνωση, γδύσιμο·
II. γύμνια, γυμνότητα· ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν, την ανυπεράσπιστη πλευρά του (πρβλ. γυμνός 2), σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
γύμνωσις: εως ἡ1) обнажение, раздевание (ἀποκάλυψις καὶ γ. Plut.);
2) обнаженное место, не прикрытая щитом часть тела (ἐξαλλάττειν τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Thuc.).