δυσπρόσοδος

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοδος Medium diacritics: δυσπρόσοδος Low diacritics: δυσπρόσοδος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΔΟΣ
Transliteration A: dysprósodos Transliteration B: dysprosodos Transliteration C: dysprosodos Beta Code: duspro/sodos

English (LSJ)

ον,

   A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12.    2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un abord difficile.
Étymologie: δυσ-, πρόσοδος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares de difícil acceso, poco accesible χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.Pol.1330b3, cf. Plu.Rom.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δ. ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.Epit.9.23.3, ὄρος Eutecnius Th.Par.15.11, ὁδός Poll.3.96
neutr. sg. subst. τὸ δ. dificultad de acceso c. gen. ᾗ ἂν δυσπροσοδώτατον ᾖ τῆς πόλεως Aen.Tact.28.1.
2 en cont. bélico que no permite pasar, impenetrable τάξις Plb.1.26.10, παρεμβολή Plb.2.65.12.
II de pers. y abstr.
1 de pers. inaccesible, inabordable, huraño δυσπρόσοδον αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. Aristid.Or.35.24, del rey de Persia τῷ δ. εἶναι ἐσεμνύνετο X.Ages.9.2, δυσέντευκτος καὶ δ. Plu.Nic.5, cf. Crass.7, Luc.Scyth.6, D.C.11.6, 36.16.2
neutr. subst. τὸ δ. el ser o mostrarse inaccesible τὸ δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δ. Plu.Demetr.42
neutr. como adv. displicentemente, de forma desdeñosa o desagradable ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ δ. Luc.Gall.10.
2 de abstr. riguroso, severo, que provoca rechazo ἦθος δ. forma de ser huraña o inaccesible Gal.19.232, c. giro prep. νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων Procop.Pers.2.28.26.

Greek Monolingual

δυσπρόσοδος, -ον (AM)
δυσπρόσιτος
αρχ.
1. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα
2. (για πρόσ.) απλησίαστος, ακοινώνητος.

Greek Monotonic

δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολος στην πρόσβαση, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, ακοινώνητος, απρόσιτος, μισάνθρωπος, στον ίδ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοδος: Thuc., Xen., Arst., Polyb., Plut. = δυσπρόσιτος.