ξιφήρης

From LSJ
Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφήρης Medium diacritics: ξιφήρης Low diacritics: ξιφήρης Capitals: ΞΙΦΗΡΗΣ
Transliteration A: xiphḗrēs Transliteration B: xiphērēs Transliteration C: ksifiris Beta Code: cifh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A armed with a sword, sword in hand, E.Or.1272,1346, al.: also in later Prose, Phld.Rh.2.89 S.(dub.), Ap.Ty.Ep.36, Hdn. 7.5.3, Iamb.VP25.113, Malch.p.410 D.

German (Pape)

[Seite 279] ες, mit dem Schwerte versehen, gerüstet; λόχος, Eur. Andr. 1115; in sp. Prosa, Hdn. 7, 5, 10; ἀγωνισταί, Eur. Ion 1258, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ξιφήρης: -ες, ὁ ὡπλισμένος μὲ ξίφος, ἔχων ξίφος ἐν τῇ χειρί, συχνὸν παρ’ Εὐρ., ὡς ἐν Ὀρ. 1272, 1346.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’une épée.
Étymologie: ξίφος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ες (Α ξιφήρης, -ῆρες)
οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση
νεοελλ.
αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ήρης (< ἀρα-ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. τρι-ήρης, ποδ-ήρης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ξῐφήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που κρατάει ξίφος στο χέρι του, οπλισμένος με ξίφος, ξιφομάχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφήρης: вооруженный мечом, с мечом в руке (ἀγωνισταί Eur., Plut.).